- Αμούρ
- ο р. Амур
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Αμούρ — Ποταμός (4.416 χλμ.) της ανατολικής Ασίας, με λεκάνη απορροής 1.855.000 τ. χλμ. (μαζί με τον ποταμό Κερουλέν που τον τροφοδοτεί στις πηγές του). Σχηματίζεται στα σύνορα μεταξύ βορειοανατολικής Κίνας και άπω ανατολικής Ρωσίας και προς την ανοδική… … Dictionary of Greek
Νιεβιελσκόι, Γεννάδιος Ιβάνοβιτς — (G. Ivanovich Nevelskoy, 1813 – 1876). Ρώσος ναύαρχος και εξερευνητής. Στο χρονικό διάστημα 1848 49, με το φορτηγό πλοίο Μπαϊκάλ, πέτυχε, ξεκινώντας από την Κροστάνδη, να φτάσει στο Πετροπαυλόβσκ της Καμτσάτκας. Στα 1849 55 διηύθυνε τις έρευνες… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Κομσομόλσκ-να-Αμούρε — (Komsomolsk na Amure). Πόλη (284.100 κάτ. το 2003) της Ρωσίας στην Άπω Ανατολή, που υπάγεται διοικητικά στο Χαμπαρόφσκ. Όπως φαίνεται από την ονομασία της (= Κομσομόλσκ επί του Αμούρ) βρίσκεται στον ποταμό Αμούρ (βλ. λ.). Ιδρύθηκε το 1932 και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ααΐν Μάντι — Χωριό της Σαχάρας, στους πρόποδες του Τζεμπέλ Αμούρ. Στο Α.Μ. γεννήθηκε ο ιδρυτής του Τάγματος των Τιτζανίγια, που κήρυτταν την τυφλή υπακοή του λαού στους κυβερνήτες του. Το 1838 ο εμίρης Α. Κερίμ κυρίευσε το Α.Μ., γιατί οι κάτοικοί του… … Dictionary of Greek
Αζαντόφσκι, Μαρκ Κονσταντίνοβιτς — (1888 – 1954). Ρώσος λαογράφος και φιλόλογος. Σπούδασε ιστορία και φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Δίδαξε στα πανεπιστήμια Τομσκ, Ιρκούτσκ και Αγίας Πετρούπολης και διηύθυνε το λαογραφικό τμήμα του μουσείου Πούσκιν της Μόσχας. Οι… … Dictionary of Greek
Βλαδιβοστόκ — (Vladivostok).Πόλη (597.000 κάτ. το 2002) και λιμάνι της νοτιοανατολικής Ρωσίας, πρωτεύουσα του Παράκτιου Διαμερίσματος (Primorskiy Kray, 165.900 τ. χλμ., 2.174.400 κάτ.) της ομόσπονδης περιοχής της ρωσικής Άπω Ανατολής, το οποίο επεκτείνεται σε… … Dictionary of Greek
Εβραϊκή Περιοχή — (Yevreyskaya). Αυτόνομη περιοχή (36.000 τ. χλμ., 199.100 κάτ. το 2001) της Ρωσίας. Δημιουργήθηκε το 1928, προκειμένου να εγκατασταθούν σε αυτή μόνιμα οι Εβραίοι της Σοβιετικής Ένωσης. Ανακηρύχθηκε αυτόνομη στις 7 Μαΐου 1934. Βρίσκεται στην… … Dictionary of Greek
Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου … Dictionary of Greek
Κανγκ-Χσι — (1662 – 1722). Κινέζος αυτοκράτορας (1670 1722), ο δεύτερος της δυναστείας των Τσινγκ. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 8 ετών και εδραίωσε τη δυναστεία του συντρίβοντας τις εξεγέρσεις του Νότου. Το 1683 κυρίευσε τη Φορμόζα (σημερινή Ταϊβάν) και… … Dictionary of Greek